- πλαγιοσπορά
- η, Ν(γεωπ·) μέθοδος φυσικής αναγέννησης ενός δάσους με σπέρματα δέντρων που βρίσκονται σε χώρο κοντά στο υλοτόμιο, χώρο ο οποίος υλοτομείται όταν ολοκληρωθεί η φυσική αναγέννηση τών ήδη υλοτομημένων περιοχών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.